- στραμπουλιξιά
- η вывих;
στραμπουλιξιές κρατούν πολλές μέρες — вывихи долго не заживают
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στραμπουλιξιές κρατούν πολλές μέρες — вывихи долго не заживают
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στραμπουλιξιά — και στραγγουλιξιά, η, Ν στραμπούλιγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. στραμπούλιξα / στραγγούλιξα τών ρ. στραγγουλίζω (Η) / στραμπουλίζω + κατάλ. ιά (πρβλ. σπρωξ ιά)] … Dictionary of Greek
στραγγουλιξιά — η, Ν βλ. στραμπουλιξιά … Dictionary of Greek